- σπερματοδόχος
- -α, -οαυτός που δέχεται το σπέρμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπερματοδόχος — και σπερμοδόχος, ο, θηλ. και α, Ν ανατ. 1. αυτός που δέχεται ή περιέχει σπέρμα 2. φρ. «σπερματοδόχος κύστη» (ανατ. φυσιολ.) καθένας από τους δύο επιμήκεις απιοειδείς θυλάκους που βρίσκονται στη συνέχεια τών σπερματικών πόρων επάνω από τον… … Dictionary of Greek
σπερμοδόχος — ο, Ν βλ. σπερματοδόχος … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek